Monday, March 21, 2016

Μια μέρα στο Μαξίμου, σαν όλες τις άλλες


Share/Bookmark
Έως τη Βασιλίσσης Σοφίας ακούστηκαν οι φωνές, μόλις διάβασαν στον Πρωθυπουργό σημειώματα του διεθνούς τύπου.

- Ρε μα@@κα Μουζάλα, και μ’ αυτούς τους 50 χιλιάδες που μείναν εδώ τι κάνουμε ρε; Πώς θα τους ταΐσουμε; Εδώ γράφουνε πως τα μωρά τους δε θάχουνε φαΐ σε λίγο στον Πειραιά. Στημένη μάς την έχουνε, να μας την πέσουνε μόλις πεθάνουν οι πρώτοι από την πείνα ή αρχίσουνε να τρώγονται μεταξύ τους.

Και με μια έκφραση γλυκιάς απελπισίας προς τον ουρανό, ψιθυρίζει ίσαμε να τ' ακούσει ο ίδιος:
-Ποιος την ακούει την Αντζελίνα τότε.

Και συνεχίζει ουρλιάζοντας:

-Δε σου 'πα ρε Μoυζάλα, να προσέξουμε να μην ξεχάσουμε τίποτα;
- Τι λες ρε Αλέξη, πας καλά; Εγώ φταίω πάλι; Εγώ θα τα θυμάμαι όλα; Δε μου φτάνουν οι καυγάδες με τον δικό σου!

Ο ΠΘ δεν θέλησε να απαντήσει για τα προσωπικά του και αγνόησε το καρφί του Υπουργού.

- Κι εσύ, ρε Καρανίκα! Τι κάνεις ρε; Δε σου 'πα να προσέχεις να μη μας ρίξουνε;
- Μπα, και με την Τζολί την κοριτσάρα ποιος θα ασχοληθεί, Άλεξ; Με τις μποτάρες της και στα μαύρα, σαν τον Χάρο η κοπελάρα μου!

- Αχ! κρυφοαναστέναξε ο Πρωθυπουργός και γύρισε στη γραμματέα του.

- Πάρε μου τον Πάνο, είπε με επιτηδευμένη αποφασιστικότητα.

- Εμπροοός; (ακούστηκε η τσαχπίνα φωνή του μπούλη)
- Έλα αγαπάρα μου, πώς πήγε το ταξίδι με το αεροπλάνο; Το φχαριστήθηκες; Σούπαιξε κι η μπάντα πάνω απ' τον Ειρηνικό;
- Ο Ατλαντικός, λένε εδώ τα παιδιά ήτανε, αγόρι μου. Αλλά δεν πειράζει, ούτε κι εγώ δεν τόξερα! Αλλά για να μου κάνεις γαλιφιές, κάτι θες εσύ, πονηρούλη!
- Τι να σου πω, αγαπάρα, ετούτοι δω τα θαλάσσωσαν στις διαπραγματεύσεις, ξεχάσανε καμιά πενηνταριά χιλιάδες εδώ κι έλεγα μήπως αναλάβεις εσύ να τους ταΐζεις με τα συσσίτια του στρατού και της ΜΟΜΑ και να τους βρεις και κανα στρατόπεδο παρατημένο.
- Ρε μωρό, τι να σου πω, τι μου λες τώωωωραα! Αυτός ο Μουζάλας τους ξέχασε, σίγουρα! Ο Καρανίκας θάταν απασχολημένος! Και σου λέω, πάρε κάποιον να σε βοηθάει, ρε αγάπη. Έχω κάτι ξαδελφάκια πρώτης, καλά παιδιά.
- Το βλέπουμε, αγαπάρα, αλλά τι θα κάνουμε τώρα;
- Κάτσε να ρωτήσω. Εδώ μου λένε πως η ΜΟΜΑ έχει μόνο φαγάνες, όχι φαΐ. Και τα συσσίτια μόλις που φτάνουν για το στρατό. Κάτι στρατόπεδα πούχουμε τα οργώνουν οι ντόπιοι και πετάνε μέσα κρέατα. Ποιος ξέρει γιατί! Χρειάζονται λεφτά! Φέρτα εσύ τα φαγιά, και τα μοιράζω εγώ, ρε μικρέ (κι έκλεισε με ικανοποίηση τα μάτια καθώς μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του, πράγμα που δεν συνέβαινε ιδιαίτερα συχνά).
- Λεφτά! Κάνει έκπληκτος ο Πρωθυπουργός. Πώς δεν το σκέφτηκα τόση ώρα! Σε αφήνω, αγαπάρα, καλά να περνάς και μην το παρακάνεις με το αεροπλάνο, ε;

Και γυρνάει στη γραμματέα του.

 -Πάρε μου αμέσως τον Τσακαλώτο!

- Γεια σου, Πρόεδρε!
- Γεια, ρε Τσακάλι! Τι κάνεις ρε;
- Για λέγε, τι με θες πάλι, Πρόεδρε; Την τελευταία ήταν για να μου ζητήσεις πάλι δανεικά.
- Έλα ρε Τσακάλι, πώς το βρήκες, χρειαζόμαστε κάτι ψιλά για τους πρόσφυγες που ξέμειναν στην Ελλάδα. 50 χιλιάδες λένε. Βάλε να τρώνε ένα δυο σάντουιτς τη μέρα, κανένα τραχανά, βάλε και κανένα γάλα και καμιά πάνα για τα μωρά, βάλε και το μοίρασμα, βάλε και κανένα φάρμακο και τα σχετικά, βάλε και το 12%, δε θα θέλουν κανένα δεκάρικο τη μέρα ο καθένας; Ξέρεις εσύ, θα τα μοιράσουν ο Μουζάλας κι ο Καμμένος κι η Τασία κι ο Φλαμπό. Έχουν τις άκρες τους, άντε να πέσει και κανένα φράγκο να κινηθεί η αγορά πούχει πατώσει. Ε, πόσο είναι, ένα δυο εκατομμυριάκια το μήνα.
- Τι λες ρε Αλέξη; Για μέτρα καλά. 50 Χ 10 Χ 30 είναι 15 μύρια το μήνα. Και λίγα είναι λέω. Πού να τάβρω; Γιατί δεν τα ζήτησες; Στους Τούρκους πώς τα δώσανε;
- Άσε ρε τσακάλι, με απογοήτευσες, αυτά τάξερα κι εγώ να τα πω, αν μου το θύμιζαν τα ζώα. Άμα τα 'χα ζητήσει, θα στα ζήταγα εσένα;
- Αλέξη, δεν υπάρχει μία, κάτι ψιλά από το ΕΣΠΑ που είναι για την ενσωμάτωση, αλλά αυτά δεν φτάνουν ούτε για ζήτω. Να φωνάξω τον φορομπήχτη, τον Αλεξιάδη;

Ο Πρωθυπουργός πάγωσε.

- Όχι, όχι, θα πέσουν να μας φάνε! Και τούκλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα.

- Για πάρε μου τον Παππά, είπε απότομα στη γραμματέα του.

- Έλα αφεντικό, πες το. Ακούστηκε η ψιθυριστή φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής, κάτι σαν τη φωνή του Μπέρια έφερνε.
- Έλα ρε, δε μου λες, αυτοί οι πρόσφυγες τι ψηφίζουν;
- Δεν ψηφίζουν, αφεντικό.
- Κι αν ψηφίζανε, τι θα ψήφιζαν;
- Πάντως όχι εμάς, αφεντικό, είναι εξοργισμένοι μαζί μας γιατί, λέει, τους τραβολογάγαμε τζάμπα από τη μια άκρη της Ελλάδας στην άλλη, τους αφήσαμε στα πεζοδρόμια μες στο κρύο, τους είπαμε ψέματα, τους παρατήσαμε για μερικές βδομάδες μες στις λάσπες στην Ειδομένη, δεν τους δώσαμε ένα πιάτο φαΐ…
- Φτάνει ! Φτάνει! ούρλιαξε ο Πρωθυπουργός κι έπεσε απελπισμένος στην καρέκλα του.

Μετά τούρθε μια έκλαμψη: και γιατί να τους πληρώσουμε εμείς, αφού δεν μας ψηφίζουν; σκέφτηκε.

Για μια στιγμή ο Πρωθυπουργός συλλογίστηκε τις βαριές ευθύνες της ιστορίας που πέφτουν στην πλάτη του, τη χώρα στο χείλος της αβύσσου, τους φίλους να ζητούν διορισμό, την Περιστέρα να τον περιμένει στο σπίτι αλαφιασμένη, όλους τους εκπληκτικούς ανθρώπους που γνώρισε στην απίθανη αυτή διαδρομή από Πρόεδρος του δεκαπενταμελούς σε πρόεδρο ενός σαρανταεξαμελούς, με κάπως πιο γκρίζα μαλλιά,  όλους αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους που γνώρισε και δεν πίστευε ποτέ πως θα μπορούσε να γνωρίσει, και πήρε κουράγιο.

Έκλεισε τα μάτια και πήρε βαθιά ανάσα. Όταν τα ξανάνοιξε ήταν όπως πάντα, χαμογελαστός σαν χαζοχαρούμενος. Γύρισε στη γραμματέα του:

- Πάρε μου τη Μέρκελ!

Αχ, ποιος την ακούει πάλι την παλιόγρια, είπε μέσα του, με ένα ύφος σαν του Κώστα Βουτσά όταν σκεφτόταν την πεθερά του στις παλιές ελληνικές ταινίες, και σήκωσε το ακουστικό.


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος



No comments:

Post a Comment