Tuesday, July 19, 2016

Κυνηγώντας Μπουνιουελικά Πόκεμον


Share/Bookmark
Βρήκα ένα πόκεμον μέσα στο σπίτι. Αν δεν ξέρετε τι είναι τα πόκεμον και γιατί τα κυνηγάνε, είστε τυχεροί. Εγώ δυστυχώς είχα προλάβει να μάθω. Καθόταν λοιπόν πάνω στη βιβλιοθήκη με τα ποδαράκια του κρεμασμένα να χτυπούν στη δερματόδετη ράχη κάποιου Γκέγκελ (ναι, τον έχω στα ρωσικά) με ένα επίμονο ταπ-ταπ. Γύρισα γρήγορα το κινητό και πριν προλάβω να του πετάξω ό,τι είχα πρόχειρο (επειδή δεν πρόλαβα να μαζέψω μπάλες, σκέφτηκα προς στιγμήν ένα βαρύ αλαβάστρινο τασάκι), εκείνο με ξάφνιασε. «Δεν θα πετύχεις τίποτα», είπε με ελαφρώς ειρωνική φωνή. 

Αμφιταλαντεύτηκα μια στιγμή αν έπρεπε να μείνω ξερός με την ομιλητικότητα του πόκεμον ή να τη θεωρήσω κι αυτήν ακόμα μια φυσικότητα, ανάμεσα στους τόσους παραλογισμούς που συνηθίζουμε μέρα με τη μέρα. Τελικά, προσπέρασα βιαστικά τους ενδοιασμούς πετώντας ένα «Και πού το ξέρεις εσύ;», λες και γνωριζόμασταν από παλιά. «Τι, πού το ξέρω; Αφού σε παρακολουθώ. Ό,τι και να κάνεις, δεν θα με πιάσεις». Θέλει να με τσαντίσει το βλαμμένο, σκέφτηκα αυτομάτως, ώστε να κάνω τη λάθος κίνηση. Είναι τακτικός ελιγμός. «Καλά, ό,τι πεις», συγκατένευσα πειθήνια. «Αλλά αφού με παρακολουθείς, τι ξέρεις για μένα ώστε να είσαι τόσο σίγουρο ότι δεν θα σε πιάσω;» συνέχισα ήπια, ενώ ανεπαισθήτως κινούμουν προς το μέρος του. «Είσαι ανόητος!», αποφάνθηκε το ζουζούνι εμφατικά, και πρόσθεσε αναστενάζοντας «δεν το βλέπεις ότι έχω φτιαχτεί για να σε κάνω να τρέχεις;» «Και πού είναι το κακό; Λίγο τρέξιμο μάλλον το χρειάζομαι», επέμεινα στην τακτική μου συνεχίζοντας το πλασάρισμα. «Αχαχαχα!», ξεκαρδίστηκε με ένα τσιριχτό γελάκι. «Ρε, ανόητε,» και σοβαρότερα «δεν είμαι το παιχνίδι σου. Είμαι οι κανόνες όλων των παιχνιδιών». Και τσουπ! Εξαφανίστηκε από το πεδίο μου γιατί είχα πλέον παραζυγώσει. 

«Εδώ!», έκανε βαριεστημένα, λες κι ανησυχούσε μήπως δεν το προσέξω κι εγκαταλείψω το κυνήγι. Τώρα είχε πάει σε ένα άλλο ράφι σχεδόν δίπλα μου κι ακουμπούσε τον αγκώνα στη ράχη του Ηρόστρατου. Γύρισα απροετοίμαστος και γι’ αυτό μου ήρθε εντελώς ξαφνική η σφαλιάρα, που για το τόσο δα χεράκι του ήταν μάλλον δυνατή. «Γ@@@ το κέρατό σου!», ούρλιαξα πριν προλάβω να ελέγξω την οργή μου. «Α, μπράβο! Τώρα τα λες καλά», αντιγύρισε ικανοποιημένο. 

Και τότε, δεν ξέρω από πού, μια γαλήνη με κατέλαβε. Συνέχισα τις δουλειές μου σπίτι σαν να μην υπήρχε. Έπρεπε να το δείτε αυτό. Και τι δεν έκανε για να μου αποσπάσει την προσοχή και να με βάλει ξανά στο παιχνίδι. Πετούσε τα βιβλία μου στην αρχή (σκίρτησα στο Χρυσάφι των Τίγρεων, αλλά δεν κουνήθηκα), ύστερα τρικλοποδιές, μετά έκατσε στο πληκτρολόγιο και χρειάστηκε υπομονή για να το αποφύγω. Μηχανεύτηκε τα πάντα. Πέρασαν ώρες, ή μέρες, ή χρόνια, δεν θυμάμαι πια. Φεύγοντας σε απόγνωση μου είπε «Καλά, δεν ξέρεις τι χάνεις. Θα το μετανιώσεις. Και μη μου ξαναμιλήσεις στο ουδέτερο. Έχω όνομα και στη γλώσσα σου είναι θηλυκό».

 Είχα γυρισμένη την πλάτη και δεν σάλεψα. Αλλά ένα χαμόγελο γράφτηκε πιο πολύ στα μάτια παρά στα χείλη, καθώς μέσα μου θριαμβολογούσα: το ήξερα από πάντα τ’ όνομά σου και είμαι αποφασισμένος να μην το μνημονεύσω ποτέ.

Θάνος Σίδερης




No comments:

Post a Comment