Friday, November 17, 2017

Αλήθειες, μισές αλήθειες και ψέματα για τις καταστροφές


Share/Bookmark
Με την πρώτη ανάγνωση φαίνεται ότι οι άνθρωποι που έχτισαν σε ρέματα, κοίτες χειμάρρων ή σε περιοχές υπερχείλισης, πιέζοντας και πολλές φορές λαδώνοντας (παράνομα ή νόμιμα με τις λογής τακτοποιήσεις) για να νομιμοποιήσουν την αυθαιρεσία τους, είναι συνυπεύθυνοι για τις συνέπειες, μαζί με το κράτος και τις Υπηρεσίες που το επέτρεψαν, το ανέχθηκαν ή υπήρξαν συνένοχες. Δύσκολα μπορεί να αμφιβάλλει κανείς γι' αυτό. Είναι όμως αυτή όλη η αλήθεια; Είναι οι άνθρωποι αυτοί θύτες και θύματα ταυτόχρονα, η αιτία ή ένα μέρος της μεγάλης εικόνας που περιλαμβάνει πολλούς άλλους;

Είναι ενδιαφέρον να πάει κανείς ένα βήμα πιο πίσω την ιστορία, θέτοντας ένα βασικό ερώτημα.

Γιατί οι άνθρωποι αυτοί έχτισαν εκεί τα σπίτια τους και όχι κάπου αλλού; Τι τους εμπόδισε τα τελευταία 60 χρόνια να αναζητήσουν κύρια ή - πιο πρόσφατα - εξοχική κατοικία σε άλλες περιοχές, κανονικά πολεοδομημένες και ασφαλέστερες;

Η απάντηση είναι απλή. Τέτοιες δεν υπήρχαν ανάλογα με τη ζήτηση. Αυτή η ζήτηση προέρχονταν από δυο παράγοντες σε δυο ιστορικές φάσεις:

Πρώτον: 
Μετά τον Πρώτο και, κυρίως, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο ένα γιγάντιο ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης κινήθηκε προς τα αστικά κέντρα, τις περιφέρειές τους και τα περιφερειακά αστικά κέντρα. "Συνολικά, από το 1920 έως το 2000 το ποσοστό του αστικού πληθυσμού αυξήθηκε από 23% σε 73% ενώ το ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού μειώθηκε από 62% σε 27%. Συγκεκριμένα, την περίοδο 1961-2001, ο πληθυσμός τους αυξήθηκε κατά 82% και 93% αντίστοιχα.... Η Αθήνα συγκέντρωνε το 35% του πληθυσμού της χώρας σύμφωνα με την απογραφή του 2001, ενώ υπολογίζεται ότι ο πραγματικός αριθμός μπορεί να ξεπερνά το 40% του συνολικού πληθυσμού και το 42% του αστικού πληθυσμού. Πρόκειται για φαινόμενο που δεν παρατηρείται σε άλλη χώρα στην Ευρώπη" (Πολύζος, η εξέλιξη της αστικοποίησης της Ελλάδας). Οι άνθρωποι αυτοί συνέρρευσαν στις πόλεις και στις εκτάσεις που τις περιέβαλλαν χωρίς επαρκή κρατική μέριμνα πολεοδόμησης νέας γης. Πρακτικά έκτιζαν όπου έβρισκαν και το κράτος το ανέχονταν, θεληματικά ανήμπορο.

Δεύτερον: 
Ο πληθυσμός αυτός, μετά το τραύμα της βίαιης αστικοποίησης διατήρησε μια συλλογική μνήμη ιδανικής επαρχίας, που με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου οδήγησε στο όνειρο του εξοχικού στη φύση. Δημιουργώντας νέα έντονη αντίστροφη οικιστική πίεση σε περιαστικές περιοχές. Το κράτος και πάλι δεν ανταποκρίθηκε σε αυτήν τη ζήτηση για πολεοδόμηση νέων εκτάσεων σε ασφαλείς και ρυμοτομημένες περιοχές.

Γιατί το Ελληνικό κράτος απέτυχε σε έναν από τους βασικούς λόγους της ύπαρξής του από καταβολής των σύγχρονων κρατών; Δημιουργώντας τις συνθήκες για οικονομικά και περιβαλλοντικά εγκλήματα και καταστροφές, όπως θάψιμο των ποταμών, αλλαγή του μικροκλίματος, χαοτικός αστικός ιστός, ελάχιστα παραγωγικός και με υψηλό κόστος λειτουργίας, τεράστιο κόστος κατασκευής υποδομών εκ των υστέρων. Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα.

Πολλοί είναι οι λόγοι. Απαριθμούμε τους, κατά τη γνώμη μας, τρεις κυριότερους.

1. Αδυναμία πειθούς και σύγκρουσης με τους μικρούς και μεγάλους ιδιοκτήτες ή διεκδικητές με αμφίβολους τίτλους πολεδομήσιμης γης και ανάληψης του περίφημου "πολιτικού κόστους". Ανάμεσα σε αυτούς οι μεγαλοϊδιοκτήτες και το ευρύτερο πλέγμα των οικονομικών συμφερόντων της εκκλησίας, αλλά όχι μόνον αυτής.

2. Ασαφές νομοθετικό πλαίσιο και ανεφάρμοστες διατάξεις προστασίας του περιβάλλοντος, που εντέλει οδήγησαν στην υποβάθμισή του. Προφανώς, η όποια πολεοδόμηση με πρωτοβουλία του κράτους πριν χτιστεί κάτι καταναλώνει φυσικό περιβάλλον και μετατρέπει περιορισμένη γεωργική ή/και δασική γη σε αστική. Από την άλλη, θέτει σαφή όρια και προστατεύει την υπόλοιπη δασική και γεωργική γη, ικανοποιώντας με οργανωμένο τρόπο τη ζήτηση. Η καθολική άρνηση πολεοδόμησης όμως οδηγεί σε ευρύτερης κλίμακας καταστροφή του περιβάλλοντος και με εγκληματικό τρόπο, λόγω της ανικανοποίητης οικιστικής πίεσης.

3. Αυτό το τελευταίο, εκτός από αιτία, υπήρξε κατά παράδοξο τρόπο και στόχος της Ελληνικής πολιτικής των τελευταίων 50 χρόνων. Το πλέον εγκληματικό μυστικό της. Υπήρξε μια άρρητη μυστική συμφωνία κράτους και πολιτών. Η αυθαίρετη πολεοδόμηση, αφού ικανοποιούσε την αρχική ανάγκη, δημιουργούσε μια νέα αξία, εις βάρος βέβαια του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής των κατοίκων, σε σχέση με αυτή που θα είχε μια οργανωμένη οικιστική πολιτική. Παρόλα αυτά μια νέα αξία. Το κράτος ανέχονταν και νομιμοποιούσε την αυθαιρεσία, εκποιώντας το περιβάλλον και υποθηκεύοντας το μέλλον έναντι ενός μέρους αυτής της αξίας που επανέρχονταν στο δημόσιο ταμείο με τρεις τρόπους: α) μέσω των λογής τακτοποιήσεων αλλά β) κυρίως στις τσέπες των ιδιοκτητών του κράτους, μέσω των ανεπίσημων πληρωμών στους υπαλλήλους του, και γ) στις κάλπες (και εν τέλει στις τσέπες) των εκλεγμένων και της πολιτικής ελίτ. Εργαλεία, όπως η μοναδική πρωτοτυπία της εκτός σχεδίου δόμησης (sic) σε 4 στρέμματα σε συνδυασμό με την άρνηση δημιουργίας κτηματολογίου και τη συνειδητή υπονόμευση των ανεξάρτητων μηχανισμών τήρησης του νόμου, χρησιμοποιήθηκαν συνειδητά από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ της χώρας.

Η αδιέξοδη οικιστική πίεση από πρόβλημα έγινε ευκαιρία εξουσίας και πλουτισμού για τους πραγματικούς ιδιοκτήτες του Κράτους.

Εντέλει,  μεγάλο μέρος από το Ελληνικό Οικονομικό Θαύμα των δεκαετιών του '60, '70, '80, '90, οφείλεται σε αυτό το συνένοχο μυστικό ανάμεσα σε πολίτες και κράτος, που συνωμότησαν για την καταστροφή και κατανάλωση, εδώ και τώρα, του βασικού τους asset: της γης που τους φιλοξενούσε. Σαν να μην υπήρχε αύριο.

Αυτό το κρυφό έλλειμμα κράτους και το κρυφό περιβαλλοντικό χρέος πληρώνεται επίσης κρυφά με εμφανείς συνέπειες. Το αναπόφευκτο κόστος και τις συνέπειες πληρώνουμε σήμερα, αλλά και εδώ και καιρό, με πανωτόκια, με απίστευτα spreads σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες: υψηλό κόστος νέων υποδομών, δυσλειτουργία και χαμηλή ανταγωνιστικότητα των πόλεών μας, φυσικές καταστροφές, χαμηλή αξία κατοικιών και γης, κοινωνικά προβλήματα, πολιτική αδυναμία και, κυρίως, ένα γενικευμένο παράπονο όλων έναντι όλων.

Αυτές οι κάπως θλιβερές σκέψεις κλείνουν με μια πρέζα αισιοδοξίας: την πραγματικότητα μπορούμε να αλλάξουμε μόνο όταν την αντιλαμβανόμαστε ως έχει. Δυσάρεστη, θλιβερή, αλλά ως έχει. Ένα πρόβλημα μπορούμε να το λύσουμε, με κόστος αλλά και προοπτική, μόνον όταν αντιληφθούμε τους συντελεστές του.

Αυτή είναι η προσπάθεια, η μόνη προσπάθεια που, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να φέρει αποτέλεσμα και αποδοχή των δύσκολων αποφάσεων. Ας ξεκινήσουμε από αυτό.


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος


No comments:

Post a Comment